- ἐρεικτός
- ἐρεικ-τός, ή, όν,A bruised, pounded, πυρός ([etym.] ὥστε δύο ἐξ ἑνὸς γεγονέναι) Paus.Gr.Fr.177 : also ἐρικτά, τά, barley-broth, Hp.Mul.2.118, Hsch., Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερεικτός — ἐρεικτός και ἐρικτός, ή, όν (Α) [ερείκω] 1. (για όσπρια) ο χονδραλεσμένος, ο χονδροκοπανισμένος 2. (το ουδ. συνήθ. στον πληθ.) τὸ ἐρ(ει)κτὸν και τὰ ἐρ(ε)ικτά το χονδραλεσμένο σιτάρι, το πλιγούρι … Dictionary of Greek
ἐρεικτά — ἐρεικτός bruised neut nom/voc/acc pl ἐρεικτά̱ , ἐρεικτός bruised fem nom/voc/acc dual ἐρεικτά̱ , ἐρεικτός bruised fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεικτῶν — ἐρεικτός bruised fem gen pl ἐρεικτός bruised masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεικτόν — ἐρεικτός bruised masc acc sg ἐρεικτός bruised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεικτούς — ἐρεικτός bruised masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεικτήν — ἐρεικτός bruised fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερικτός — και δ. γρφ. κατερεικτός, ή, όν (Α) 1. (για όσπρια) κοπανισμένος, αλεσμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατερικτά... οί δέ κατερρωγότα ιμάτια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρικτός / ἐρεικτός (< ἐρείκω «κοπανίζω»)] … Dictionary of Greek